- άστακτος
- αστάλακτος, η , ο [ος , ον ], αστάλαχτος, η , ο см. άσταχτος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άστακτος — ἄστακτος, ον (Α) βλ. ἄσταχτος … Dictionary of Greek
ἄστακτον — ἄστακτος masc/fem acc sg ἄστακτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάκτων — ἄστακτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσταχτος — η, ο (Α ἄστακτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν στάζει, που δεν βγάζει ούτε σταγόνα νερού, ο αστάλαχτος αρχ. Ι. εκείνος που έχει αδιάκοπη ροή, που ρέει με αφθονία II. επίρρ. ἀστακτί όχι σταλαματιά σταλαματιά, με άφθονη δηλαδή ροή … Dictionary of Greek